burin - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

burin - translation to γαλλικά


burin         
n. burin, engraving tool comprised of a long beveled blade and a rounded handle (Art)
buriner      
chisel
buriné      
weather beaten

Ορισμός

burin
['bj??r?n]
¦ noun
1. a hand-held steel tool used for engraving.
2. Archaeology a flint tool with a chisel point.
Origin
C17: from Fr.

Βικιπαίδεια

Burin
Le terme « burin » désigne différents outils utilisés dans des domaines variés tels que la gravure, la maçonnerie, la sculpture, la taille de la pierre ou l'usinage dans la mécanique. Il est également employé en chirurgie pour désigner un instrument à extrémité biseautée tranchante destiné à entailler l'os.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για burin
1. Ses gravures sont toujours tramées de textures, de fins entrelacs tissés au burin, de signes cabalistiques.
2. Le burin qui taille l‘image est aussi une lame qui burine les conventions.
3. Ils ont découpé au burin et emporté une plaque minérale de pr';s de un m';tre de diam';tre et de 20 centim';tres d‘épaisseur.
4. Car des enfants intelligents et studieux ont pris un jour le burin et le marteau pour faire face aux difficultés de la vie courante.
5. Leur aisance financi';re et leur situation de boss demeurent indéniablement lambition premi';re de tous les manieurs de burin et de marteau.